φλιμέλιον

φλιμέλιον
φλιμέλιον
flemina
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλέμινα — τὰ, Α φλιμέλια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. δάνειος από το λατ. flēmina «φλεγμονή τών ποδιών», πληθ. τού flēmen, inis (< φλεγμονή). Το ē τού λατ. τ. αποδόθηκε στην Ελληνική ως ε (αντί τού αναμενόμενου η ), λόγω τού ότι στους ελληνιστικούς χρόνους, κατά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”